μποδίζω

μποδίζω
μετ. мешать, препятствовать; чинить препятствия, ставить преграды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μποδίζω" в других словарях:

  • μποδίζω — εμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμποδίζω < ἐμπόδιον] …   Dictionary of Greek

  • (ε)μποδίζω — εμπόδισα, (ε)μποδίστηκα, (ε)μποδισμένος, και μποδάω μτβ. 1. βάζω ή γίνομαι εμπόδιο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω. 2. η μτχ. παθ. πρκ. μποδισμένος, η, ο (για κτήματα), που απαγορεύεται η βόσκηση σ αυτόν: Μποδισμένο χωράφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* …   Dictionary of Greek

  • μπόδεμα — και αμπόδεμα, το εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποδίζω, κατά τα ουδ. σε εμα] …   Dictionary of Greek

  • μπόδισμα — το [μποδίζω] εμπόδισμα, παρεμπόδιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»